- αγκαζέ
- (λ. γαλλ.)1. ως παθ. μτχ. του αγκαζάρω δεσμευμένος, πιασμένος: Το τραπέζι είναι αγκαζέ.2. ως επίρρ. τροπ., πιασμένοι μπράτσο με μπράτσο: Για πολλή ώρα περπατούσαν αγκαζέ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.