αγκαζέ

αγκαζέ
(λ. γαλλ.)
1. ως παθ. μτχ. του αγκαζάρω δεσμευμένος, πιασμένος: Το τραπέζι είναι αγκαζέ.
2. ως επίρρ. τροπ., πιασμένοι μπράτσο με μπράτσο: Για πολλή ώρα περπατούσαν αγκαζέ.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αγκαζέ — 1. (ως μτχ.) κατειλημμένος, δεσμευμένος εκ τών προτέρων 2. (ως επίρρ.) κρατώντας ο ένας τον άλλο, με το χέρι περασμένο κάτω από το λυγισμένο χέρι τού άλλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. engage (= δεσμευμένος)] …   Dictionary of Greek

  • αλά — Ομοιωματικό μόριο, κυρίως της καθομιλουμένης, που συντάσσεται με κύρια ονόματα (συνήθως εθνικά), σε επιρρηματικές φράσεις. Προέρχεται από το γαλλικό à la ή το ιταλικό alla και δηλώνει μίμηση, ομοιότητα ή παρεμφερή ιδιότητα. Π.χ. έστριψε αλά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”